καταλαθιστής

καταλαθιστής
καταλαθιστής, ὁ (Α) [καταλανθάνω]
(κατά τον Ησύχ.) «καταλαθισταί
ἐξηγηταὶ ἢ ἐνδεικνύοντες τὰ δημόσια, ἀληθεῑς ἑρμηνευταί»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”